αεροσυμπιεστής

αεροσυμπιεστής
ο
συσκευή για τη συμπίεση του αέρα και άλλων αερίων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αεροσυμπιεστής — Μηχάνημα που συμπιέζει ατμοσφαιρικό αέρα ή κάποιο μεμονωμένο αέριο σε κλειστό χώρο, συνήθως κύλινδρο ή αεροθάλαμο. Ο πρώτος α. κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αι. Οι α. χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) χαμηλής πίεσης, όταν συμπιέζουν με… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”